- ερπετό
- reptile
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ερπετό, το — και σερπετό,το 1. ονομασία Σπονδυλόζωων που περιλαμβάνει τα φίδια, τις σαύρες, τις χελώνες, τους κροκόδειλους και τους δεινόσαυρους που έζησαν παλαιότερα. 2. μτφ., άνθρωπος δόλιος, ταπεινός, κόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερπετό — και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό) κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδι νεοελλ. 1. γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών 2. στον πληθ. τα ερπετά η τρίτη ομοταξία τών… … Dictionary of Greek
νεροχελώνα — Ερπετό της οικογένειας των Eμυδιδών. Βλ. λ. εμύς. * * * η κοινή ονομασία για όλες τις χελώνες τών γλυκών νερών και ιδίως τού είδους Emys orbicularis, που είναι γνωστό στη χώρας μας και ως βαλτοχελώνα … Dictionary of Greek
αιολόδους — Ερπετό της οικογένειας των τελεοσαυριδών, που έζησε κατά την άνω ιουράσιο περίοδο με βάση το τριασικό σύστημα χρονολόγησης και βρέθηκε το 1812 κλεισμένο στον λιθογραφικό σχιστόλιθο του Δέτιγκ, στην περιοχή του Μονχάιμ. Το μήκος του είναι 1 μ. (η… … Dictionary of Greek
ιακαρέ — Ερπετό της οικογένειας των αλλιγατορίδων, της τάξης των κροκοδειλίων. Βλ. λ. καϊμάν … Dictionary of Greek
νωτοφολίδα — Ερπετό της οικογένειας των Σαυριδών. Είναι σαυρόμορφο και φολιδωτό με πολύ μακριά ουρά και γλώσσα που προεκτείνεται σαν του χαμαιλέοντα. Στα Επτάνησα αφθονεί η ν. η μελανόστικτη, υπάρχουν όμως και άλλα είδη στον ελληνικό χώρο … Dictionary of Greek
βασιλίσκος — (basiliscus). Ερπετό της οικογένειας των ιγουανιδών, της τάξης των λεπιδωτών, διαδεδομένο στην Κεντρική Αμερική, από τον Παναμά μέχρι το νότιο Μεξικό. Σαυροειδές με ατρακτοειδές σώμα, έχει συνολικό μήκος 70 80 εκ., από τα οποία περίπου τα 2/3… … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
ερπετοειδής — ές αυτός που μοιάζει με ερπετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ερπετώδης — ες (AM ἑρπετώδης, ες) [ερπετό] αυτός που μοιάζει με ερπετό, ο οφιοειδής νεοελλ. 1. (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος ερπετά 2. χαμερπής, ποταπός αρχ. φρ. «ἑρπετώδης προβολή» η προβοσκίδα τού ελέφαντα … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek